προλογίζω

προλογίζω
ΝΑ [πρόλογος]
μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)
νεοελλ.
1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής τού προλόγισε το βιβλίο»)
2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη τού καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος τού ιδρύματος»)
αρχ.
1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα
2. μνημονεύω προηγουμένως
3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας
4. μέσ. προλογίζομαι
εξετάζω, μελετώ προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προλογίζω — speak a prologue pres subj act 1st sg προλογίζω speak a prologue pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογίζω — προλογίζω, προλόγισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προλογίζω — προλόγισα 1. γράφω πρόλογο, μιλώ προεισαγωγικά. 2. μιλώ πρώτος: Πριν αρχίσει η παράσταση, προλόγισε ο συγγραφέας του έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προλογίσει — προλογίζω speak a prologue aor subj act 3rd sg (epic) προλογίζω speak a prologue fut ind mid 2nd sg προλογίζω speak a prologue fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογιζόμενον — προλογίζω speak a prologue pres part mp masc acc sg προλογίζω speak a prologue pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογίζει — προλογίζω speak a prologue pres ind mp 2nd sg προλογίζω speak a prologue pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογίζοντα — προλογίζω speak a prologue pres part act neut nom/voc/acc pl προλογίζω speak a prologue pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογίζουσι — προλογίζω speak a prologue pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προλογίζω speak a prologue pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογιζομένη — προλογίζω speak a prologue pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλογιζομένῳ — προλογίζω speak a prologue pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”