- προλογίζω
- ΝΑ [πρόλογος]μιλώ πρώτος («στον σύνδεσμο θα προλογίσει ο πρόεδρος»)νεοελλ.1. γράφω τον πρόλογο σε κάτι («ο καθηγητής τού προλόγισε το βιβλίο»)2. μιλώ προεισαγωγικά («τη διάλεξη τού καθηγητή θα προλογίσει ο πρόεδρος τού ιδρύματος»)αρχ.1. λέω τον πρόλογο, τα προλεγόμενα2. μνημονεύω προηγουμένως3. (σχετικά με δικαστήριο) εκφράζω τις απόψεις, τα αιτήματα μιας ομάδας4. μέσ. προλογίζομαιεξετάζω, μελετώ προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.